ιμπρεσιονιστικός

ιμπρεσιονιστικός
-ή, -ό
βλ. εμπρεσιονιστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιμπρεσιονιστικός — ιμπρεσιονιστικός, ή, ό και εμπρεσιονιστικός, ή, ό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”